Πολλής λόγος γίνεται τελευταία για την ύπαρξη και τις έρευνες για τον εντοπισμό υδρογονανθράκων, δηλαδή πετρελαίου και φυσικού αερίου στην Ελλάδα. Έχει μάλιστα δοθεί η άδεια σε ελληνικές και ξένες εταιρίες να προχωρήσουν στην έρευνα καταρτίζοντας χάρτες με τις περιοχές που υπάρχει πετρέλαιο και φυσικό αέριο, με σκοπό να ξεκινήσουν εργασίες γεώτρησης και άντλησης των υδρογονανθράκων που θα εντοπιστούν.
Βέβαια, οι έρευνες για έναν τέτοιο εντοπισμό θα χρειαστούν αρκετό χρόνο για να ολοκληρωθούν πριν δοθεί η άδεια για την άντληση του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Η καθυστέρηση αυτή δεν οφείλεται στη διάρκεια της διαδικασίας έρευνας αλλά κυρίως στις καθυστερήσεις που θα προκύψουν από τη γραφειοκρατία και την αδράνεια του κρατικού μηχανισμού. Παρόλα αυτά οι έρευνες αργά ή γρήγορα θα ξεκινήσουν.
Τι αναζητείται όμως στις έρευνες για εντοπισμό υδρογονανθράκων; Έξι βασικά στοιχεία είναι αυτά που αναζητούνται στην έρευνα για εντοπισμό πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Το πρώτο είναι το σημείο στο οποίο βρίσκονται τα κοιτάσματα των υδρογονανθράκων. Αυτή τη στιγμή οι έρευνες στρέφονται στην περιοχή της δυτικής Ελλάδας, στο Ιόνιο. Υπάρχουν ερευνητικές εταιρίες που έχουν τη δυνατότητα βάσει της τεχνογνωσίας και του εξοπλισμού τους να εντοπίσουν το σημείο που βρίσκονται τα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου με ακρίβεια από απόσταση 50 έως 100 χιλιόμετρα μακριά.
Δεύτερο στοιχείο που αναζητάται στον εντοπισμό κοιτάσματος πετρελαίου ή φυσικού αερίου είναι η έκταση που καταλαμβάνει το κοίτασμα που έχει εντοπιστεί. ορίζοντας με ακρίβεια το εμβαδόν του. Αυτό το στοιχείο καθορίζει επίσης τις δικαιοδοσίες των όμορων κρατών για το συγκεκριμένο κοίτασμα.
Ένα επόμενο στοιχείο που ελέγχεται για ένα συγκεκριμένο κοίτασμα υδρογονανθράκων είναι το αν συνδέεται με άλλα γειτονικά κοιτάσματα και σε πιο υψόμετρο βρίσκεται το κάθε ένα από αυτά.
Τέταρτο σημείο για τον καθορισμό ενός κοιτάσματος πετρελαίου ή φυσικού αερίου είναι η εκτιμώμενη ποσότητα του, για το πετρέλαιο σε βαρέλια, κάτι που θα οδηγήσει σε συμπεράσματα σχετικά με το συμφέρον της συγκεκριμένης επένδυσης για γεώτρηση και άντληση.
Πέμπτο στοιχείο που χρειάζεται να εντοπιστεί και να καθοριστεί είναι κατά πόσον το συγκεκριμένο κοίτασμα είναι καθαρό ή αναμεμιγμένο με άμμο, οπότε η διαδικασία καθαρισμού στοιχίσει τόσο που να καταστήσει την εξόρυξη ασύμφορη. Είναι ένα στοιχείο που επηρεάζει καταλυτικά τις τελικές αποφάσεις για συνέχιση ή διακοπή της διαδικασίας.
Τελευταίο στοιχείο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό είναι κατά πόσον η διαδικασία εξόρυξης, δηλαδή γεώτρησης και άντλησης θα επηρεάσει τη σεισμική δραστηριότητα της περιοχής εντοπισμού του κοιτάσματος. Αυτό χρειάζεται να εξεταστεί αν λάβουμε υπόψη τη μέθοδο εξόρυξης που ονομάζεται «υδραυλική διάρρηξη». Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή, αφού το γεωτρύπανο σπάσει τα πετρώματα, διοχετεύεται με πίεση «βρώμικο» νερό, το οποίο ανοίγει τους πόρους των πετρωμάτων διευκολύνοντας τη διαδικασία άντλησης. Η πίεση αυτή λοιπόν που ασκείται στα πετρώματα, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, είναι δυνατόν να ενεργοποιήσει τη σεισμική δραστηριότητα της περιοχής απειλώντας τους κατοίκους της περιοχής.